- πρότροπος
- ὁ, Α(για οίνο)1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep- «πατώ, ποδοκροτώ» (βλ. λ. τραπέω), πρβλ. πιθ. πρότροπα].
Dictionary of Greek. 2013.