πρότροπος

πρότροπος
ὁ, Α
(για οίνο)
1. κρασί που χύνεται από στιβαγμένα σταφύλια πριν αυτά πατηθούν
2. κρασί που προέρχεται από σταφύλια ξεραμένα επάνω στα κλήματα
3. ο γλυκός οίνος τής Λέσβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -τροπος < ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας *trep- «πατώ, ποδοκροτώ» (βλ. λ. τραπέω), πρβλ. πιθ. πρότροπα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρότροπος — before the treading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρόπου — πρότροπος before the treading masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρόπους — πρότροπος before the treading masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρόπῳ — πρότροπος before the treading masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρότροπον — πρότροπος before the treading masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράμνειος — και πράμνιος, ὁ, ἡ, Α (ενν. οἶνος) 1. είδος δυνατού, πιθανώς κόκκινου, κρασιού, εξαιρετικής ποιότητας, το οποίο πήρε την ονομασία του από το όρος Πράμνη τής Ικαρίας ή από την ονομασία τόπου κοντά στην Έφεσο ή στη Σμύρνη ή στη Λέσβο 2. κρασί… …   Dictionary of Greek

  • πρότραπος — ὁ, Α πρότροπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τραπέω «πατώ σταφύλια»] …   Dictionary of Greek

  • πρότροπα — Α (κατά τον Ησύχ.) «θυσίας εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρότροπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”